- στριμμένος
- -η, -ο, Νβλ. στρίβω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στρίβω — και στρίφτω και στρίφω Ν 1. συστρέφω, περιστρέφω κάτι («κι εκείνος τ αποκρίθηκε και στρίφτει το μουστάκι», δημ. τραγούδι) 2. (αμτβ.) α) κάνω στροφή, συστρέφομαι («δεν ξέρω πώς έστριψε το τιμόνι, αφού δεν τό κούνησα») β) αλλάζω μέτωπο, μεταβάλλω… … Dictionary of Greek
τρίστροφος — ον, Α 1. (για κλωστές) στριμμένος τρεις φορές, καλά στριμμένος («λίνον ἐρρωμένως ἐστραμμένον, ὅσον δίστροφον ἢ τρίστροφον», Ορειβ.) 2. (μετρ.) αυτός που αποτελείται από τρεις στροφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + στροφος (< στροφή), πρβλ. μονό… … Dictionary of Greek
στρίβω — έστριψα, στρίφτηκα, στριμμένος 1. μτβ., συστρέφω κάτι: Στρίβει το νήμα. – Στρίψε το τιμόνι. 2. αμτβ., στρέφομαι, αλλάζω κατεύθυνση: Αναγκάστηκα να στρίψω δεξιά. 3. «Του στριψε», τρελάθηκε· «Στριμμένος», μη κανονικός άνθρωπος, δύστροπος· «Στρίβε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φεγγαριάτικος — η, ο 1. ο φεγγαρίσιος, ο φεγγαρένιος, ο σεληνιακός: Φεγγαριάτικο φως. 2. αυτός που σεληνιάζεται, που πάσχει από σεληνιασμό (επιληψία), που είναι επιληπτικός: Είναι φεγγαριάτικος κι όταν φεγγαριάζεται σπαρταράει σαν τo ψάρι. 3. μτφ., ο ιδιότροπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έλιξ — ἕλιξ, ο, η (Α) 1. στριμμένος ελικοειδώς 2. (για βόδι) αυτός που έχει στριφτά κέρατα ή ο ειλίπους 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἕλιξ το βόδι 4. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἕλιξ βλ. έλικας … Dictionary of Greek
δίστροφος — η, ο (AM δίστροφος, ον) 1. (για νήμα) ο στριμμένος δύο φορές, διπλοστριμμένος 2. (για ποίημα) αυτός που έχει δύο στροφές 3. εκείνος που έχει ή μπορεί να κάνει δύο στροφές («δίστροφος ἕλιξ») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το δίστροφο ναυτικό λεπτό σκοινί … Dictionary of Greek
δεξιόπλοκος — δεξιόπλοκος, ο (για σχοινιά, νήματα κ.τ.ό.) ο στριμμένος προς τα δεξιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεξιός + πλοκος < πλέκω. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ναυτικόν Ονοματολόγιον τών Λ. Παλάσκα, Α. Κουμελά και Φιλ. Ιωάννου] … Dictionary of Greek
ελλυχνιωτός — ἐλλυχνιωτός, ή, όν (Α) στριμμένος σαν ελλύχνιο, σαν φιτίλι … Dictionary of Greek
εϋστρεφής — ἐϋστρεφής, ές (Α) 1. (για χορδή τόξου ή λύρας) ο στριμμένος καλά («ἐϋστρεφέα νευρήν», Ομ. Ιλ.) 2. καλοσχηματισμένος, αρμονικός («ἐϋστρεφεῑς ὦμοι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στρεφής (< *στρέφος < στρέφω), πρβλ. αμφι στρεφής, επι στρεφής] … Dictionary of Greek
εύστρεπτος — εὔστρεπτος, ον (ΑΜ) (Α και ἐΰστρεπτος, ον (Α) ευκίνητος, ελαφρός («ἐϋστρέπτοισι πόδεσσιν») αρχ. (για σχοινιά και ιμάντες) ο στριμμένος καλά, ο στερεός («ἕλκον δ ἱστία λευκὰ ἐϋστρέπτοισι βοεῡσιν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στρεπτός (<… … Dictionary of Greek